εναποπνίγω

εναποπνίγω
ἐναποπνίγω (AM)
πνίγω κάποιον ή με κάτι, στραγγαλίζω (α. «ἐν ὕδασι... ἐναπέπνιξας τὸν πολέμιον δράκοντα», Μηναία
β. «ἐναποπνιγῆναι τῷ καπνῷ», Λουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”